Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

Μπαλτάλ: κουκλοθέατρο με… τα πόδια

Το κουκλοθέατρο, ή αλλιώς θέατρο μαριονέτας, αποτελεί ένα ιδιαίτερο είδος τέχνης που μαγεύει μικρούς και μεγάλους. Η χρήση του ποικίλλει σημαντικά, καθώς σήμερα χρησιμοποιείται ως μέσο ψυχαγωγίας, αλλά και ως τρόπος διαπαιδαγώγησης των παιδιών, κυρίως προσχολικής ηλικίας, αν και στις πρώιμες μορφές του, κατά την αρχαιότητα, είχε μάλλον μυστικιστικό και θρησκευτικό χαρακτήρα. Αναφορές σε μαριονέτες βρίσκουμε σε πολλούς αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Ο Αριστοτέλης, στα Πολιτικά, αναφέρει τα αγάλματα του Δαίδαλου που είχαν την δυνατότητα να κινούνται μόνα τους, ενώ ο Πλάτων, στους Νόμους, περιγράφει ένα «Νευρόσπαστον» που κινείται όταν κάποιος τραβήξει τις κλωστές του. 

Παρόλο που η καταγωγή του κουκλοθέατρου δεν είναι ξεκάθαρη, η διάδοσή του είναι ασφαλώς ευρύτατη, καθώς το βρίσκουμε σε όλες τις χώρες, να το παρακολουθούν άνθρωποι όλων των τάξεων. Από τις βασιλικές αυλές μέχρι τις φτωχότερες γειτονιές, οι μαριονέτες διασκέδασαν, πέρασαν μηνύματα, στηλίτευσαν τα κακώς κείμενα και προσέφεραν πολλά χαμόγελα σε παιδιά και σε μεγάλους.

Μια μοναδική μορφή αυτής της τέχνης βρίσκουμε στην Κορέα, με την ονομασία Μπαλτάλ, που αποτελεί και έναν σημαντικό θησαυρό της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Κορέας. Η μοναδικότητα του Μπαλτάλ έγκειται στον τρόπο με τον οποίο γίνεται ο χειρισμός των μαριονετών, οι οποίες έχουν μόνο μισό σώμα (μόνο το επάνω μέρος του σώματος), σε αντίθεση με το κλασσικό κουκλοθέατρο. Καθισμένος μέσα σε ένα μικρό κουβούκλιο, ο κουκλοπαίχτης (baltalkkun) βρίσκεται πίσω από τη σκηνή, που καλύπτεται από μια κουρτίνα. Από εκεί, βγάζει μόνο το πόδι του, καλυμμένο με μάσκα (εξ ου και η ονομασία Μπαλτάλ, που σημαίνει μάσκα ποδιών), έξω από την κουρτίνα. Με αυτόν τον τρόπο, το πόδι του ελέγχει το κεφάλι της μαριονέτας, ενώ τα χέρια του κρατούν ράβδους από μπαμπού που λειτουργούν ως μπράτσα της κούκλας. Αυτός ο τρόπος ελέγχου της μαριονέτας αποτελεί ένα μοναδικό χαρακτηριστικό που δεν μπορεί να βρεθεί σε καμία άλλη παραδοσιακή παράσταση κουκλοθέατρου.


Η ασυνήθιστη τεχνική που χρησιμοποιείται στις παραστάσεις Μπαλτάλ, μοιάζει, ίσως, με το κουκλοθέατρο όπου ο κουκλοπαίχτης περνάει το χέρι του μέσα στην μαριονέτα για να την ελέγχει, όμως, στην δεύτερη περίπτωση, οι κούκλες μπορούν να κάνουν πολύ λεπτές και κάπως υπερβολικές κινήσεις, κάτι που δεν συμβαίνει στις παραστάσεις Μπαλτάλ, εφόσον οι μαριονέτες ελέγχονται με τα πόδια, τα οποία δεν κινούνται τόσο ελεύθερα. Αντιθέτως, αυτές οι κινήσεις του κεφαλιού είναι τραχιές και απότομες, κάπως χονδροειδείς, αλλά μοιάζουν περισσότερο με τον τρόπο που οι άνθρωποι κινούν το κεφάλι τους σε διάφορες καταστάσεις της καθημερινής ζωής. Εξαίρεση αποτελεί η κίνηση mongnori, που σημαίνει «παιχνίδι με το λαιμό», στην οποία το κεφάλι της μαριονέτας διαχωρίζεται από το σώμα και σκύβει μπροστά ή σηκώνεται προς τα επάνω.

Ιστορία και εξέλιξη του Μπαλτάλ

Το Μπαλτάλ έχει μια σημαντική θέση στην ιστορία του παραδοσιακού θεάτρου. Αποτελεί μια παράσταση με πνευματώδεις διαλόγους και εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο οι δύο ηθοποιοί (άνθρωπος και μαριονέτα) τσακώνονται μεταξύ τους, αρνούμενοι να υποχωρήσουν στο ελάχιστο. Η Κορέα έχει παράδοση στο θέατρο ευφυολογημάτων, το οποίο αντλεί την καταγωγή του από τις κωμικές παραστάσεις που παίζονταν στην βασιλική αυλή κατά τον 14ο και 15ο αιώνα. Το Μπαλτάλ είναι διάδοχος αυτής της κωμικής παράδοσης ευφυολογημάτων, την οποία εξέλιξε στην μορφή του εριστικού ντουέτου.

Ουσιαστικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το Μπαλτάλ αποτελεί έναν εντελώς διαφορετικό συνδυασμό της κλασικής παράστασης κωμικής παρωδίας με το κουκλοθέατρο, που έχει ως αποτέλεσμα ένα νέο είδος, το οποίο έχει ταυτόχρονα πολλές ομοιότητες, αλλά και πολλές διακριτές διαφορές με τα υπόλοιπα. Οι διαφορές εστιάζονται κυρίως σε τρεις τομείς: τη μοναδικότητα των ηθοποιών και των ρόλων, τη σημασία τους αναφορικά με την ιστορία της παραδοσιακής παράστασης και τη μοναδικότητα ως προς το στυλ της θεατρικής απόδοσης.

Αν εξετάσουμε ιστορικά την προέλευση του κουκλοθέατρου, γενικότερες αναφορές για παραστάσεις στην Κορέα βρίσκουμε σε μια καταγραφή της περιόδου Σίλα (57 π.Χ. - 935 μ.Χ.), επομένως, είναι πιθανό παρόμοιοι τύποι θιάσων να εμφανίστηκαν στην κορεατική ιστορία σε μια αρκετά παλαιότερη εποχή. Καθώς, όμως, το Μπαλτάλ συνδυάζει στοιχεία τόσο του θεάτρου με μάσκες όσο και του θεάτρου μαριονέτας, θεωρείται ότι εμφανίστηκε κατά τον 19ο αιώνα και, σύμφωνα με τις καταγραφές, μάλλον προήλθε από έναν κορεάτικο πλανόδιο θίασο (namsadang) από την περιοχή της Ανσεόνγκ.

Σε γενικές γραμμές, το σχέδιο και σχήμα της μάσκας είναι παρόμοιο με εκείνο που χρησιμοποιείται στα παραδοσιακά χοροδράματα με μάσκα, όπως το Bongsan Talchum ή το Gangnyeong Talchum, με την διαφορά πως οι βολβοί των ματιών στην μάσκα του Μπαλτάλ μπορούν να κινηθούν. Υπάρχουν αναφορές πως στις παραστάσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της ιαπωνικής αποικιοκρατίας, το πρόσωπο ήταν απλά ένα σχέδιο πάνω σε χαρτί. Σήμερα χρησιμοποιούνται μάσκες, οι οποίες κατασκευάζονται με βάση εκείνες που δημιούργησε ο κουκλοπαίχτης (baltalkkun) Lee Dongan και παρουσιάζουν ένα τραχύ πρόσωπο σε καφέ-κόκκινο χρώμα, με έντονα χαρακτηριστικά.

Σε διάφορες περιόδους, χρησιμοποιήθηκαν πολλές και διαφορετικές τεχνικές για την κίνηση της μαριονέτας. Ο χειρισμός των χεριών αρχικά γίνονταν με χορδές που περνούσαν πίσω από την κουρτίνα. Αργότερα, δέθηκαν σε καλάμια μπαμπού που κρατούσαν οι κουκλοπαίχτες. Κάποια στιγμή χρησιμοποιήθηκαν ιμάντες που συνδέονταν με τους ώμους της μαριονέτας. Μάλιστα, οι ιμάντες μπόρεσαν  να δώσουν διπλή κίνηση στο χέρι της μαριονέτας, καθώς συνδέονταν τόσο στους ώμους, όσο και στους αγκώνες ή στους καρπούς. Μια άλλη μέθοδος ήταν η χρήση προεκτάσεων με μακριά μανίκια, τα οποία φορούσαν οι baltalkkun. Ο μαριονετίστας Park Chunjae (1883-1950) χρησιμοποιούσε τα χέρια του για να κινήσει τα χέρια της μαριονέτας, ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα που δεν ακολούθησαν οι επόμενοι κουκλοπαίχτες. Η προσθήκη κονταριών από μπαμπού επαναφέρθηκε και αναπτύχθηκε στην σημερινή της μορφή από τον μαριονετίστα Lee Dongan, που χρησιμοποίησε τα μπαμπού ως χέρια για τις μαριονέτες, τα οποία καλύπτονται από τα μακριά μανίκια που έχουν τα ρούχα τους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι σημερινές παραστάσεις Μπαλτάλ χρησιμοποιούν έναν συνδυασμό κουκλοθέατρου με μαριονέτες χεριού και μαριονέτες χορδών.


Κατά την περίοδο που ο Lee Dongan (1906-1995) εργαζόταν ως μαριονετίστας, έφερε ακόμη μια καινοτομία. Χρησιμοποίησε ένα κρεβάτι για να ξαπλώνει ενώ ελέγχει τις μαριονέτες, ένα μαξιλάρι για να στηρίζει το κεφάλι του, ένα στήριγμα πλάτης και ένα στήριγμα για το πόδι. Όμως, από αυτή την θέση, ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τους κουκλοπαίχτες να μιλάνε και παράλληλα να ελέγχουν τις μαριονέτες και έτσι, οι μεταγενέστεροι, προτίμησαν να κάθονται σε καρέκλες.

Περιγραφή της παράστασης

Το Μπαλτάλ περιλαμβάνει θεατρικά έργα βασισμένα σε συγκεκριμένους χαρακτήρες και λαϊκές ιστορίες, συνοδευόμενες από τραγούδια, σατιρικούς χορούς και αστεία. Ο μαριονετίστας, μέσω της κούκλας, αλληλοεπιδρά με τους μουσικούς και έναν ηθοποιό, που κρατάει βεντάλια, μιλάει, τραγουδάει ή παίζει κάποιο μουσικό όργανο. Η παράσταση περιστρέφεται γύρω από ευφυολογήματα και έξυπνους διαλόγους, μαζί με τραγούδια. Οι μουσικοί κάθονται εκατέρωθεν της σκηνής, συχνά σε τρίο ή κουαρτέτο, παίζοντας οποιοδήποτε αριθμό οργάνων, τα οποία συνήθως συμπεριλαμβάνουν ένα κορεάτικο βιολί με δύο χορδές, δύο πνευστά, ένα μεγάλο κορεάτικο τύμπανο, ένα μικρό τύμπανο χειρός, ένα μικρό γκονγκ που κρατούν στο χέρι ή ένα τύμπανο σε σχήμα κλεψύδρας.

Το συγκεκριμένο θεατρικό είδος είναι εντελώς ξεχωριστό. Θα μπορούσε να ονομαστεί κουκλοθέατρο, όμως, δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ως τέτοιο με την αυστηρή έννοια του όρου, διότι σε αντίθεση με το παραδοσιακό κουκλοθέατρο, το οποίο περιλαμβάνει μόνο μαριονέτες, στο Μπαλτάλ υπάρχουν στη σκηνή και άνθρωποι. Παρόλο που η συνύπαρξη ηθοποιών και μαριονετών σήμερα συνηθίζεται σε κάποιες μορφές παιδικού θεάτρου, η παραδοσιακή παράσταση Μπαλτάλ είναι μοναδική στον τρόπο που οι κούκλες και οι άνθρωποι συνυπάρχουν και αλληλοεπιδρούν, καθώς βλέπουμε μη-φυσιολογικές μορφές (μαριονέτες που έχουν μόνο το επάνω μέρος του σώματος τους) να χορεύουν ή να τσακώνονται με κανονικές ανθρώπινες μορφές και να συμμετέχουν σε διαλόγους πνευματώδους ετυμολογίας.

Μια παράσταση Μπαλτάλ δεν αναπτύσσεται με βάση τη συνήθη θεατρική λογική, αλλά αποτελείται από μια σειρά μεμονωμένων επεισοδίων που περιλαμβάνουν μια ποικιλία θεμάτων, όπως οι συστάσεις που μας γνωστοποιούν τους χαρακτήρες, χαλαρή συζήτηση, περιγραφή των αξιοθέατων της χώρας, φαγητό, μίμηση κάποιου που μετράει ψάρια, σκωπτικά τραγούδια, παραδοσιακοί χοροί, παραδοσιακά τραγούδια προσευχής για ευλογία και καλοτυχία στα σπίτια (gosasori), κ.λπ. Αυτά τα επεισόδια είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους, όχι λογικά αλληλένδετα, επομένως μπορεί κάποιο να παραλειφθεί χωρίς να επηρεαστεί η εξέλιξη της παράστασης.

Στο Μπαλτάλ υπάρχει το παράδοξο της ανάθεσης ρόλων με τρόπο αντιφατικό ή ενάντια στη φύση των ηθοποιών, όπως αντιλαμβανόμαστε εξετάζοντας τους ρόλους της παράστασης. Οι μαριονέτες μπορούν να κινηθούν και να μιλήσουν μόνο με τη θέληση των ανθρώπων, ενώ οι ηθοποιοί μπορούν, ασφαλώς, να κινηθούν και να μιλήσουν μόνοι τους. Και όμως, η αφύσικη μαριονέτα παίζει το ρόλο ενός περιπλανώμενου ελεύθερου ανθρώπου με εύθυμο και πρόσχαρο χαρακτήρα. Από την άλλη, ο άνθρωπος απεικονίζεται σαν κάποιος που μένει μόνιμα σε ένα μέρος και περιορίζεται από τους κανόνες της καθημερινότητας. Έτσι, η σύγκρουση ξεκινάει με την ίδια την φύση των ηθοποιών (κανονικός/αφύσικος, ζωντανός/άψυχο αντικείμενο, άνθρωπος/μαριονέτα) και επεκτείνεται στους ρόλους τους (μόνιμος κάτοικος/περιπλανώμενος, καθημερινότητα /ξενοιασιά, περιορισμός/ελευθερία).

Βασικοί χαρακτήρες μιας παράστασης Μπαλτάλ

Πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες στο κουκλοθέατρο Μπαλτάλ είναι ο αυστηρός ιχθυοπώλης, Eomuldoga Juin, τον ρόλο του οποίου έχει ένας ηθοποιός, και ο περιπλανώμενος Yuramgaek, που είναι μια μαριονέτα. Ο ιχθυοπώλης έχει ένα κατάστημα στην περιοχή Μάπο, δίπλα στο ποτάμι, όπου και συναντά τον Yuramgaek, ο οποίος ταξιδεύει σε όλη τη χώρα. Οι δυο τους μπλέκονται σε συνεχείς καυγάδες, σχεδόν για τα πάντα. Κατά τη διάρκεια των καυγάδων τους, ο Yuramgaek επιδεικνύει μια αποκλίνουσα και ανάλαφρη προσωπικότητα, ενώ ο ιχθυοπώλης παρουσιάζεται ως τίμιος και νομοταγής. Ο Eomuldoga Juin αποδοκιμάζει την συμπεριφορά και τις παρατηρήσεις του Yuramgaek, τονίζοντας τη σημασία της τήρησης των κανόνων και εξηγώντας ποιο είναι το σωστό. Κατά την διάρκεια της παράστασης, ο ιχθυοπώλης διπλώνει και ξεδιπλώνει την βεντάλια του, ενώ δεν διστάζει να χτυπήσει με αυτήν τον Yuramgaek όποτε διαφωνούν.

Ορισμένες φορές εμφανίζεται και ένας γυναικείος χαρακτήρας, ως σύζυγος του ιχθυοπώλη, αλλά συμμετέχει μόνο σε περιορισμένες παραστάσεις και δεν θεωρείται βασικός χαρακτήρας.


Ο ρόλος του Eomuldoga Juin είναι ιδιαιτέρως σημαντικός, εφόσον είναι εκείνος που συστήνει τον Yuramgaek στο κοινό, αναλαμβάνει να επεκτείνει την στατική θεατρική σκηνή και φροντίζει για την ομαλή εναλλαγή και ανάπτυξη των σκηνών του έργου. Καθώς η περιοχή δραστηριότητας του Yuramgaek περιορίζεται στο μπροστινό μέρος της καλυμμένης σκηνής, ο θεατρικός χώρος του είναι, υποχρεωτικά, πολύ περιορισμένος. Αυτός ο περιορισμός, επιλύεται με την εμφάνιση του Eomuldoga Juin που, όσο ανταλλάσσει ευφυολογήματα με τον Yuramgaek, διευρύνει και δίνει βάθος στον θεατρικό χώρο, ούτως ώστε να συμπεριλάβει και το κοινό, στο οποίο κάνει συχνές αναφορές, ώστε να το καταστήσει προέκταση της σκηνής. Αυτό συνηθίζεται στο παραδοσιακό λαϊκό δράμα της Κορέας, όπου ο χώρος της παράστασης περιλαμβάνει, ουσιαστικά, ολόκληρο τον χώρο του θεάτρου και δεν περιορίζεται στην σκηνή. Επίσης, κατά τη μετάβαση από 
την μία σκηνή στην επόμενη, εφόσον όπως προαναφέρθηκε, δεν έχουν λογική σύνδεση και αλληλουχία, ο Eomuldoga Juin εμφανίζεται για να συνοψίσει το προηγούμενο επεισόδιο και να παρουσιάσει το επόμενο, καθοδηγώντας το κοινό.

Σε αντίθεση με τον ανθρώπινο χαρακτήρα, οι συναισθηματικές αλλαγές της μαριονέτας εκφράζονται μόνο μέσα από τα χέρια της, επομένως οι κινήσεις τους έχουν μεγάλη σημασία για την παρουσίαση της προσωπικότητας του Yuramgaek. Αυτές οι κινήσεις δημιουργούνται για να αναπαραστήσουν δεδομένες συνθήκες, να περιγράψουν τα συναισθήματα του περιπλανώμενου και τις αλλαγές τους ή να δείξουν ότι χορεύει.

Στο κλείσιμο της παράστασης, ο Yuramgaek και ο Eomuldoga Juin τραγουδούν μαζί ευχές gosasori. Αυτό όμως, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι έχουν συμφιλιωθεί, αλλά μόνο ότι εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους στο κοινό που ήρθε να παρακολουθήσει την παράσταση. Η διαμάχη ανάμεσά τους σίγουρα δεν έχει διευθετηθεί και θα συνεχιστεί στην επόμενη παράσταση.



Πηγές:

ENCYCLOPEDIA OF KOREAN FOLK DRAMA, National Folk Museum of Korea, 2020

https://folkency.nfm.go.kr/en/topic/detail/1390

https://folkency.nfm.go.kr/en/topic/detail/1369

https://en.wikipedia.org/wiki/Baltal_(art_form)


Φωτογραφίες:

http://theatrestyles.blogspot.com/2014/06/korean-drama-traditional.html

ENCYCLOPEDIA OF KOREAN FOLK DRAMA, National Folk Museum of Korea, σελ. 227, 228

https://folkency.nfm.go.kr/en/topic/detail/1306

https://folkency.nfm.go.kr/en/dic/21/picture/3675


[Η Πρεσβεία της Κορέας δεν είναι υπεύθυνη για την εγκυρότητα του περιεχομένου και οι απόψεις και συστάσεις που διατυπώνονται αντιπροσωπεύουν τα εμπλεκόμενα άτομα (συντάκτης του κάθε άρθρου) και δεν αποτελούν άποψη ή σύσταση της Πρεσβείας της Κορέας]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο βοσκός, η πριγκίπισσα-υφάντρα και τα αστέρια της αγάπης

Το Chilseok είναι μια κορεάτικη παραδοσιακή γιορτή που πέφτει την έβδομη ημέρα του έβδομου μήνα του κορεατικού σεληνιακού ημερολογίου, όταν...