Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022

Χάνμποκ: η παραδοσιακή Κορεάτικη φορεσιά και η εξέλιξή της μέσα στην ιστορία

Το χάνμποκ δεν είναι απλά η παραδοσιακή ενδυμασία της Κορέας. Ουσιαστικά, ο όρος περιγράφει τα παραδοσιακά κορεάτικα ρούχα που ενσαρκώνουν την κορεατική κουλτούρα. Η πρώτη γνωστή καταγραφή του όρου βρίσκεται σε ένα έγγραφο του 1881, όπου χρησιμοποιείται για να διακρίνει τα κορεάτικα ρούχα από τα ιαπωνικά και τα δυτικά. Συναντιέται, επίσης, σε ένα έγγραφο του 1895 που περιγράφει τη δολοφονία της αυτοκράτειρας Myeongseong, όπου και πάλι διακρίνει τα κορεάτικα ρούχα από τα ιαπωνικά, και σε ένα άρθρο του 1905, το οποίο περιγράφει τα ρούχα του απελευθερωτικού στρατού. Μετά το Κίνημα της 1ης Μαρτίου, που είχε ως στόχο την απελευθέρωση της Κορέας από τους Ιάπωνες, το χάνμποκ έγινε ένα σημαντικό εθνικό σύμβολο για τους Κορεάτες.

Η βασική μορφή του χάνμποκ είναι ένα σετ δύο τεμαχίων που αποτελείται από πάνω και κάτω ένδυμα. Το επάνω ρούχο είναι ανοιχτό μπροστά και δένει με κορδέλα, ενώ η γυναικεία φούστα πέφτει με χάρη στα πόδια. Ανάλογα με τον τρόπο που τυλίγεται η φούστα, οι γραμμές και η μορφή ποικίλουν, δημιουργώντας διαφορετικές εμφανίσεις. Τα ρούχα που αποτελούν το χάνμποκ μερικές φορές παίρνουν το όνομά τους από το διακοσμητικό σχέδιο και το ύφασμα, όπως το yeonhwamundan jeogori (μεταξωτό τζάκετ με σχέδιο λωτού). Επιπλέον, ανάλογα με τον τρόπο που ράβεται και φτιάχνεται, το σακάκι μπορεί να ονομάζεται hotjeogori (χωρίς επένδυση) ή mulgyeop jeogori (με επένδυση) ή kkaekki jeogori (ραμμένο με τυφλή βελονιά), κλπ. Η ονομασία και μόνο είναι αρκετή για να περιγράψει το ρούχο, καθώς μας δίνει πληροφορίες για το σχήμα, το υλικό, το χρώμα, τα διακοσμητικά σχέδια και άλλες λεπτομέρειες, ακόμα και την σειρά με την οποία φοριέται το ρούχα.


Όπως γίνεται κατανοητό, υπάρχουν ονομασίες που αναφέρονται σε ολόκληρο το ένδυμα και ονόματα για τα συγκεκριμένα μέρη του. Για παράδειγμα, η φούστα (chima) αποτελείται από τη ζώνη της μέσης ή του στήθος (malgi), το chimapok (φούστα), το chimakkeun (λουράκια της φούστας) και το jokkiheori (μπούστο). Κατά κανόνα, πάντα φοριέται πρώτα το κάτω ρούχο και μετά το πάνω. Το βασικό χάνμποκ των γυναικών ονομάζεται chima jeogori (φούστα + σακάκι) και το ανδρικό baji jeogori (παντελόνι + σακάκι), όπου η ονομασία τους αντικατοπτρίζει τη σειρά με την οποία φοριούνται τα ρούχα.


Κάθε κομμάτι του χάνμποκ κλείνει με κορδόνια ή λουράκια, όπως η ζώνη της φούστας, η ζώνη του ανδρικού παντελονιού, το δέσιμο στον αστράγαλο, η κορδέλα στο στήθος επάνω στο σακάκι και το παλτό. Το δέσιμο στο στήθος με την μορφή κορδέλας, που ονομάζεται goreum, δεν βρίσκεται στην παραδοσιακή φορεσιά καμίας άλλης χώρας στον κόσμο και είναι ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του χάνμποκ. Όπως κινείται ανέμελα με τον άνεμο κάθε φορά που το άτομο περπατά, δίνει μια αίσθηση κίνησης και ρυθμού στην κατά τα άλλα στατική εικόνα του χάνμποκ, επομένως, απλά αλλάζοντας το πλάτος, το μήκος και το χρώμα της κορδέλας, μπορεί να αλλάξει ολόκληρο το αισθητικό αποτέλεσμα. Τα ρούχα χάνμποκ είναι κομμένα σε ευθείες γραμμές και αποτελούνται από επίπεδες επιφάνειες, οπότε δίνεται όγκος χρησιμοποιώντας πιέτες στα σημεία που ενώνονται. Ο όγκος δημιουργείται κυρίως στο κάτω ένδυμα, επομένως το κέντρο βάρους βρίσκεται επίσης στο κάτω μέρος, δίνοντας στο χάνμποκ μια αίσθηση σταθερότητας. Μικρά τετράγωνα κομμάτια υφάσματος διπλωμένα διαγώνια προσαρμόζονται στη μασχάλη και τον καβάλο, συνδέοντας την μπροστινή και την πίσω πλευρά, δίνοντας βάθος, ενώ ταυτόχρονα βοηθούν στην ταχύτερη εξάτμιση του ιδρώτα και διευκολύνουν την κίνηση. Ανάλογα με το μέγεθος και το χρώμα αυτών των μπαλωμάτων, δημιουργείται άλλο σχεδιαστικό μοτίβο και έτσι δίνεται ένα διαφορετικό αισθητικό αποτέλεσμα.

Η προέλευση του ονόματος δεν είναι εύκολο να καθοριστεί, η ιστορία του χάνμποκ, όμως, είναι καταγεγραμμένη στις τοιχογραφίες και μπορούμε να την ακολουθήσουμε από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα. Βρίσκοντας τα συγκεκριμένα ενδύματα στις αρχαίες τοιχογραφίες των τάφων, εξετάζοντας τη μορφή αυτών των ρούχων και τον τρόπο που τα φορούσαν, μπορούμε να κατανοήσουμε την κοινωνία, τον πολιτισμό και τις σχέσεις με τις γειτονικές χώρες, εφόσον η ένδυση αντικατοπτρίζει την κατάσταση της εποχής, την αλλαγή και την εξέλιξη με την πάροδο του χρόνου. Παράλληλα, αντιλαμβανόμαστε τα πρότυπα ομορφιάς της εποχής.

1. Τρία Βασίλεια

Στις τοιχογραφίες των τάφων Γκόγκουριο βρίσκουμε πολύτιμες πληροφορίες για την αρχική μορφή του χάνμποκ. Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες φορούν παντελόνι και μακρύ σακάκι που καλύπτει το κάτω μέρος και κλείνει είτε με την δεξιά πλευρά πάνω από την αριστερή ή με την αριστερή πλευρά πάνω από τη δεξιά. Οι ενήλικες γυναίκες φορούσαν μια φούστα πάνω από το παντελόνι, ενώ στη μόδα ήταν οι πλισέ φούστες και εκείνες με πολύχρωμες ρίγες. Πάνω από την βασική φορεσιά συνήθιζαν να φορούν σαν πανωφόρι ένα μακρύ εξωτερικό ιμάτιο και έδεναν μια ζώνη στη μέση. Σχεδόν όλα τα ενδύματα είχαν μια ταινία από ύφασμα διαφορετικού χρώματος κατά μήκος των άκρων, η οποία ενίσχυε το στρίφωμα και έδινε ένα όμορφο διακοσμητικό αποτέλεσμα σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα χρώματα και τα σχέδια της ζώνης.

2. Ηνωμένο Βασίλειο του Σίλλα

Στην μόδα ήρθε ένα κάπως εξωτικό στυλ ντυσίματος, με επιρροές από την κινεζική κουλτούρα και την Δύση, το λεγόμενο στυλ Τανγκ. Όταν η υπερβολή έφτασε σε σοβαρό επίπεδο λόγω της μεγάλης αύξησης των εισαγωγών, το 834 (9ο έτος της βασιλείας του βασιλιά Heungdeok) έγιναν κινήσεις για την επιβολή της τάξης μέσω διάφορων κανόνων για το ντύσιμο, που επέβαλαν περιορισμούς σε 21 είδη ένδυσης. Το στυλ Τανγκ έφερε αλλαγές ιδιαίτερα στη γυναικεία ενδυμασία. Στο χάνμποκ φορούσαν πρώτα το κάτω ρούχο και μετά το πάνω. Αντίθετα, στο στυλ Τανγκ φορούσαν πρώτα το πάνω ρούχο και μετά την φούστα, τραβηγμένη ψηλά μέχρι να φτάσει κάτω από τις μασχάλες, ενώ η ζώνη της μέσης δένονταν γύρω από το στήθος και κρέμονταν μπροστά. Από πάνω φορούσαν ένα κοντό είδος γιλέκου και ένα μακρύ μαντίλι τυλίγονταν στο λαιμό με τις άκρες να πέφτουν μπροστά.


                                                                                  Photo Credit: Yong-Gok WOO

3. Δυναστεία Γκόριο

Οι γυναίκες της αριστοκρατικής τάξης του Γκόριο φορούσαν μια φαρδιά εσάρπα που ήταν βαμμένη με λευκές ελιές και έδενε γύρω από τη μέση,  όπου τοποθετούσαν χρυσά καμπανάκια και αρωματικά πουγκιά. Από πάνω φορούσαν μια λευκή ρόμπα από ύφασμα ραμί, ίδια με εκείνη που φορούσαν οι άνδρες. Οι σύζυγοι των υψηλόβαθμων αξιωματούχων φορούσαν φαρδιά παντελόνια από ακατέργαστο μετάξι με διακοσμητικά σχέδια. Ταξίδευαν έφιππες και κάλυπταν το κεφάλι τους με ένα ένδυμα που ονομαζόταν mongsu. Οι σύζυγοι των χαμηλόβαθμων φορούσαν μια φούστα οκτώ πόκ (το ποκ είναι μονάδα μέτρησης πλάτους μιας λωρίδας υφάσματος). Η φούστα τραβιόνταν ψηλά μέχρι τις μασχάλες όπου τυλίγονταν και δένονταν. Όσο περισσότερες φορές τυλίγονταν η φούστα γύρω από το σώμα τόσο πιο κομψή θεωρούνταν. Συναντάμε αυτόν τον τρόπο ένδυσης μέχρι το πρώτο μισό της Δυναστείας Γκόριο, καθώς ένα μέρος του αποτελεί συνέχεια των εθίμων του Βασιλείου του Σίλλα. Κατά το δεύτερο ήμισυ της Δυναστείας Γκόριο, γίνονταν κρατικοί γάμοι με τη δυναστεία Γιουάν για πολιτικούς λόγους και υιοθετήθηκαν ορισμένα μογγολικά έθιμα, συμπεριλαμβανομένου του χτενίσματος gaechebyeonbal (το κεφάλι ξυρίζεται και μένει μόνο μια τούφα στο επάνω και πίσω μέρος του κεφαλιού, από όπου κρέμεται μια μακριά πλεξούδα) και ενός εξωτερικού ενδύματος που ονομάζεται yosanoja. Όμως, λαμβάνοντας υπόψη τα παραδοσιακά κορεάτικα ενδύματα που βρέθηκαν σε ένα βουδιστικό άγαλμα της εποχής Γκόριο, αντιλαμβανόμαστε τις προσπάθειες που έγιναν για να προστατευθεί και να διατηρηθεί η κορεάτικη παράδοση και ο κορεάτικος τρόπος.

4. Δυναστεία Τζοσεόν

Τον πρώτο καιρό έγιναν κάποιες προσπάθειες μεταρρύθμισης στην ενδυμασία που προέρχονταν από την Δυναστεία Γκόριο, ενώ κάποιοι υποστήριζαν την ένδυση της δυναστείας των Μινγκ της Κίνας. Τελικά, το Τζοσεόν βρήκε τον δικό του ανεξάρτητο δρόμο, προσπαθώντας παράλληλα να διορθώσει τυχόν κακές πρακτικές. Η κοινωνία του Τζοσεόν βασίστηκε στα κομφουκιανικά ιδανικά και ως εκ τούτου οι ρόμπες και τα καπέλα που φορούσαν οι άνδρες, που ήταν ενεργοί στην κοινωνία, αναπτύχθηκαν περισσότερο ενώ οι γυναίκες, που ήταν κυρίως περιορισμένες στο σπίτι, έδιναν μεγαλύτερη σημασία στην περιποίηση των μαλλιών τους. Σε όλη τη διάρκεια της δυναστείας Τζοσεόν, η μεγαλύτερη αλλαγή στη γυναικεία φορεσιά ήταν στη μορφή του τζάκετ (jeogori) και στον τρόπο που φοριόταν. Αρχικά είχε μήκος γύρω στα 60 εκ., με ίσια μανίκια και φαρδύ, ίσιο γιακά. Στα μέσα της περιόδου, το jeogori μίκρυνε στα 50 εκ. και σε πολλές περιπτώσεις τα μανίκια έγιναν κωνικά από τη μασχάλη προς τα κάτω σε μια στενή μανσέτα και είχαν στην άκρη ένα φαρδύ στρίφωμα που γυρνούσε προς τα πάνω. Μετά τις ιαπωνικές επιδρομές (1592-98) έγινε δημοφιλής ο τριγωνικός γιακάς. Κατά τη διάρκεια της ύστερης δυναστείας Τζοσεόν, το jeogori είχε μήκος μόλις 20 εκατοστά, και ήταν τόσο κοντό που μόλις κάλυπτε το στήθος. Η φούστα ήταν γεμάτη με πολλά εσωτερικά στρώματα, ούτως ώστε η τελική μορφή να περιγράφεται συχνά ως hahu sangbak που σημαίνει «γενναιόδωρη από κάτω και τσιγκούνα από πάνω».

 5. Μετά το άνοιγμα των λιμανιών

Οι μεταρρυθμίσεις του Γκάμπο, που πραγματοποιήθηκαν τρεις φορές από το 1894 (31ο έτος της βασιλείας του βασιλιά Gojong) μέχρι το 1896, επηρέασαν και την ενδυμασία. Το 1895 εκδόθηκε διάταγμα να κόψουν όλοι οι άνδρες τις κοτσίδες τους και υιοθετήθηκε ένα κοστούμι δυτικού τύπου για τη στολή πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων, με αποτέλεσμα να αυξηθεί σταδιακά ο αριθμός των ατόμων που φορούσαν ρούχα και παπούτσια δυτικού τύπου. Η παραδοσιακή ενδυμασία απλοποιήθηκε έτσι ώστε η βασική ενδυμασία των ανδρών να αποτελείται από παντελόνι, σακάκι και μακριά εσώρουχα χωρίς φόδρα (σογκούι), με κορδόνια που έδεναν γύρω από τα πόδια του παντελονιού. Τα επάνω ενδύματα αποτελούνταν από το jeogori και ένα εσωτερικό ένδυμα που ονομαζόταν sokjeoksam με ένα γιλέκο και ένα μακρύ εξωτερικό σακάκι. Το εξώτερο ένδυμα ήταν ένα παλτό που ονομαζόταν durumagi, το οποίο μερικές φορές είχε κουμπιά αντί για το παραδοσιακό δέσιμο στο στήθος. Εν τω μεταξύ, πολλές γυναίκες συνέχισαν να φορούν παραδοσιακά ρούχα, συμπεριλαμβανομένου του jangot, ένα είδος μανδύα σαν σακάκι, που φορούσαν πάνω από το κεφάλι. Οι γυναίκες που σπούδαζαν στο εξωτερικό ή εκείνες που αποκαλούνταν «μοντέρνα κορίτσια», φορούσαν ρούχα δυτικού τύπου ή συνδύαζαν μια κοντή δυτικού τύπου φούστα με μακρύ παραδοσιακό σακάκι. Οι μαθήτριες φορούσαν μια κλειστή φούστα (jokkiheori) και ένα σακάκι μήκους περίπου 30-35 εκ ως σχολική στολή. Τα μανίκια έγιναν μεγαλύτερα με μια κυρτή ραφή που παρομοιαζόταν με την κοιλιά ενός κυπρίνου, ένα σχέδιο που έγινε γνωστό ως «μανίκι σε σχήμα κυπρίνου» (bungeo baerae). Οι πλούσιες οικογένειες άρχισαν να φτιάχνουν χάνμποκ με εισαγόμενα υφάσματα, που χρησιμοποιούνταν για γυναικεία ρούχα δυτικού τύπου.

6. Η εποχή των σχεδιαστών

Με την ανοικοδόμηση της χώρας μετά τον πόλεμο της Κορέας, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι γυναίκες είχαν περισσότερες ευκαιρίες να συμμετέχουν στην κοινωνία και οι Κορεάτες σχεδιαστές ρούχων δυτικού τύπου, όπως η Νόρα Νο, άρχισαν να ενδιαφέρονται για την κατασκευή τροποποιημένου χάνμποκ, εφαρμόζοντας δυτικές τεχνικές ραπτικής στην παραδοσιακή κατασκευή και κοπή σχεδίων. Λόγω της οικονομικής ανάπτυξης και των πολλών επιχειρηματιών που επισκέπτονταν την χώρα, αναπτύχθηκαν πολλά ακριβά εστιατόρια, όπου οι γυναίκες υπάλληλοι ντυμένες με χάνμποκ έδιναν παραστάσεις και υποδέχονταν τους καλεσμένους. Αυτό, ωστόσο, συνέβαλε στην υποβάθμιση της εικόνας του χάνμποκ. Γύρω στο 1957, το χάνμποκ φτιαγμένο με ακριβό εισαγόμενο βελούδο, προωθήθηκε ως η καλύτερη γαμήλια ενδυμασία για τη νύφη.

Με τη διάδοση των γυναικείων φορεμάτων δυτικού τύπου και την εισαγωγή των αντίστοιχων υφασμάτων στα τέλη της δεκαετίας του 1960, το χάνμποκ άρχισε να θεωρείται μόνο ενδυμασία για σημαντικές γιορτές και ειδικές οικογενειακές περιστάσεις ή ρούχο που φορούσαν μόνο οι ηλικιωμένοι. Ωστόσο, το ύφασμα για την κατασκευή χάνμποκ ήταν απαραίτητο να υπάρχει ανάμεσα στα παραδοσιακά δώρα που στέλνονταν από την οικογένεια της νύφης στην οικογένεια του γαμπρού, παρόλο που υπήρχε η τάση να φτιάχνουν το τζάκετ και την φούστα του χάνμποκ από το ίδιο ύφασμα όπως ένα κοστούμι δυτικού τύπου. Το υλικό Mulsilk, το οποίο ήταν ουσιαστικά πολυεστέρας, έγινε δημοφιλές και, παρόλο που τα σχέδια και τα χρώματα πάνω του δεν θύμιζαν τις παραδοσιακές τάσεις, ήταν εύκολη η πλύση και η διατήρησή του.

Στη δεκαετία του 1970, με την ευκαιρία της συμμετοχής της Μις Κορέα στον διεθνή διαγωνισμό, ο σχεδιαστής πρώτης γενιάς χάνμποκ Lee Rheeza ενσωμάτωσε το μοντέρνο στυλ στο παραδοσιακό χάνμποκ, με στενό τζάκετ και εξωτερική διαγώνια κοπή που έδινε στο μπροστινό μέρος μεγαλύτερη άνεση, ώστε να είναι πιο βολικό για τις γυναίκες όταν φορούσαν σουτιέν. Καθώς το χάνμποκ εκσυγχρονίστηκε και μετατράπηκε σε επίσημο ένδυμα, το γυαλιστερό σατινέ ύφασμα έγινε δημοφιλές για την κατασκευή φανταχτερών χάνμποκ διακοσμημένων με φύλλα χρυσού, ασημιού ή κεντητά σχέδια.

Στη δεκαετία του 1980 το χάνμποκ από πρακτικά, ευκολοφόρετα υφάσματα έγινε πιο άνετο για καθημερινή χρήση. Με την πρόοδο της μαζικής παραγωγής, η σχεδίαση διαφοροποιήθηκε, από την μία στο σχέδιο δυτικού στυλ και από την άλλη, σε εκείνο που σχεδιάζονταν για διάφορες περιπτώσεις. Καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι άρχισαν να ζουν σε διαμερίσματα που είχαν θέρμανση το χειμώνα, ήταν δυνατό να φορούν χάνμποκ από διαφανή οργάντζα, ραμμένο με τυφλή βελονιά. Όταν διεξήχθησαν οι Ασιατικοί Αγώνες στη Σεούλ το 1986, αρκετοί άρχισαν να μιλούν για την ανάγκη διατήρησης της μοναδικής ομορφιάς του παραδοσιακού χάνμποκ, ενώ άλλες φωνές τόνιζαν τη σημασία του εκσυγχρονισμού του προς χάριν της διεθνοποίησης, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός χάνμποκ χωρίς τον κλασσικό αποσπώμενο γιακά και νυφικά χάνμποκ μοντέρνου σχεδιασμού. Πολλοί, επίσης, υποστήριξαν ότι ήταν σημαντικό να παρουσιαστεί το παραδοσιακό χάνμποκ κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, και, ως εκ τούτου, οι κομψές φούστες, τα σακάκια χωρίς περίτεχνη διακόσμηση και τα ημίπαλτα durumagi έγιναν ρετρό. Το 1988, για τον εορτασμό των Ολυμπιακών Αγώνων της Σεούλ, ο σχεδιαστής Lee Younghee πραγματοποίησε μια επίδειξη μόδας στο εξωτερικό για να προωθήσει την ομορφιά των υλικών και των χρωμάτων του χάνμποκ σε διεθνές επίπεδο.

Η δεκαετία του 1990 ήταν μια περίοδος παρακμής για το χάνμποκ. Τα παραδοσιακά ρούχα φοριούνταν πλέον τόσο σπάνια, ώστε το ύφασμα για χάνμποκ δεν θεωρούνταν απαραίτητο ανάμεσα στα δώρα που ετοίμαζε μια νύφη για τα πεθερικά της. Το συστήματα θέρμανσης και μαζικής μεταφοράς ήταν πλέον τόσο ανεπτυγμένο, ώστε έγινε κοινή πρακτική η χρήση χάνμποκ από λεπτή οργάντζα όλο το χρόνο. Όταν το ενδιαφέρον για το παραδοσιακό χάνμποκ μειώθηκε και η ζήτηση έπεσε, η βιομηχανία και ο ακαδημαϊκός κόσμος ένωσαν τα χέρια σε μια προσπάθεια να τονώσουν ξανά το ενδιαφέρον και έτσι, στις 4 Δεκεμβρίου 1996, καθιερώθηκε η «Ημέρα Χάνμποκ».

Στη δεκαετία του 2000, πολλοί σχεδιαστές χάνμποκ πραγματοποίησαν εκθέσεις στο εξωτερικό για να προωθήσουν τα παραδοσιακά ρούχα. Το 2007, το χάνμποκ συμπεριλήφθηκε στο κυβερνητικό έργο για την ανάπτυξη του "Han Style" (κορεατικό στυλ) και, με στόχο τη διεθνοποίηση και την εμπορευματοποίηση, πραγματοποιήθηκαν διάφορα έργα για την ανάπτυξη μιας ποικιλίας σχεδίων και την ενθάρρυνση των ανθρώπων να φορέσουν ξανά χάνμποκ. Την ίδια περίοδο, τα καταστήματα ενοικίασης χάνμποκ άρχισαν να ανθίζουν, αν και ανάμεσά τους υπήρχαν ορισμένα καταστήματα που διέθεταν τα λεγόμενα «fusion hanbok», μια μίξη που δεν έχει την ομορφιά του παραδοσιακού ρούχου.

Από το 2010 οι νέοι άρχισαν να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το χάνμποκ και εκτός από το παραδοσιακό, εμφανίστηκαν και οι όροι «νέο χάνμποκ» και «καθημερινό χάνμποκ». Αρκετά δημοφιλής έγινε μια νέα μορφή χάνμποκ που εναρμονίζει την παράδοση με τον μοντέρνο σχεδιασμό. Στο πλαίσιο της προώθησης του τουρισμού στην Κορέα, από τον Οκτώβριο του 2013 καταργήθηκε το εισιτήριο εισόδου σε τέσσερα κύρια ανάκτορα της Σεούλ και στους Βασιλικούς Τάφους, για όσους φορούσαν χάνμποκ. Η νέα πολιτική εξαπλώθηκε γρήγορα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενθαρρύνοντας τόσο τους εγχώριους όσο και τους ξένους τουρίστες να φορούν χάνμποκ. Αντίστοιχα, ο αριθμός των υπηρεσιών ενοικίασης χάνμποκ στην περιοχή εκτοξεύτηκε στα ύψη. Το 2017, υπήρχαν 131 επιχειρήσεις ενοικίασης μόνο στην περιοχή Jongno της Σεούλ. Ωστόσο, έχει επισημανθεί ότι οι υπηρεσίες ενοικίασης έχουν αλλάξει υπερβολικά την παραδοσιακή ενδυμασία.

Ποιο είναι, όμως, εκείνο το χαρακτηριστικό που δίνει την μοναδικότητα στο χάνμποκ; Αν μπορούσαμε να το περιγράψουμε με μία φράση, θα λέγαμε η ποικιλομορφία της απλότητας. Αν και το χάνμποκ έχει απλό σχεδιασμό που αποτελείται από ευθείες γραμμές και καμπύλες, τα επίπεδα του ρούχου διαχωρίζονται απαλά, ενώ η ποικιλία στο σχέδιο και η ομορφιά επιτυγχάνεται μέσω του χρώματος και της διακόσμησης. Μέσα από την εξέλιξη του ρούχου, που όμως δεν ξέφυγε εντελώς από τους κανόνες της βασικής παραδοσιακής μορφής του, το χάνμποκ που φοριέται σήμερα είναι το ίδιο που φορέθηκε από την περίοδο των Τριών Βασιλείων και μέσα στο πέρασμα των αιώνων από όλους τους ανθρώπους, από τα μικρά παιδιά έως τους ηλικιωμένους, με διαφορετικό χρώμα, υλικό και σχέδιο.

Πηγή και φωτογραφίες

ENCYCLOPEDIA OF TRADITIONAL KOREAN CLOTHING, National Folk Museum of Korea, 2021, σελ. 216-223.

https://en.wikipedia.org/wiki/Hanbok

https://asiasociety.org/korea/hanbok-part-1-origin-and-history

https://asiasociety.org/korea/hanbok-part-2-hanbok-modern-days

Αρχική φωτογραφία άρθρου: By Korea.net - https://www.flickr.com/photos/koreanet/4789085633/in/photostream/, CC BY 2.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=19214009

[Η Πρεσβεία της Κορέας δεν είναι υπεύθυνη για την εγκυρότητα του περιεχομένου και οι απόψεις και συστάσεις που διατυπώνονται αντιπροσωπεύουν τα εμπλεκόμενα άτομα (συντάκτης του κάθε άρθρου) και δεν αποτελούν άποψη ή σύσταση της Πρεσβείας της Κορέας]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο βοσκός, η πριγκίπισσα-υφάντρα και τα αστέρια της αγάπης

Το Chilseok είναι μια κορεάτικη παραδοσιακή γιορτή που πέφτει την έβδομη ημέρα του έβδομου μήνα του κορεατικού σεληνιακού ημερολογίου, όταν...